Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

«ΓΛΕΙΦΩ» ἢ «ΓΛΥΦΩ»

«ΓΛΕΙΦΩ» ἢ «ΓΛΥΦΩ»
ΓΛΕΙΦΩ < *γλείχω < ἐκ+λείχω (=γλείφω)

ΓΛΕΙΦΩ =

1) εφαρμόζω και γλιστράω τη γλώσσα μου πάνω σε κάτι

π.χ. η μικρή έγλειφε το παγωτό της με απόλαυση.
Ο Κώστας έγλειφε το πέος του Πέτρου με βουλιμία.

2) (μεταφορικά) πλησιάζω να αγγίξω

π.χ. οι φλόγες της φωτιάς σχεδόν έγλειφαν τον οικισμό.
Έγλειφα σχεδόν με τις άκρες των δαχτύλων μου τα
 οπίσθια του Βαγγέλη.
3) (μειωτικά) κολακεύω

π.χ. Είναι ένας τιποτένιος. Μόνο γλείφοντας τους προϊσταμένους του θα πάρει προαγωγή.
Είσαι ένα σίχαμα, όσο και να με γλείφεις, εγώ δεν πρόκειται να κάνω σου κάτσω. Έχω περίοδο. Και δεν έχω κάνει και κλύσμα.

λείχω, λειχήν, λειχούδης, πεολειχία, μουνολειχία κ.λπ.




ΓΛΥΦΩ (= λαξεύω, σκαλίζω, επεξεργάζομαι την πέτρα ή άλλο σκληρό υλικό με σκοπό την παραγωγή ενός γλυπτού, χαράσσω)

γλύπτης, γλυπτό, οδοντογλυφίδα κ.λπ




Τώρα ξέρεις.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου